Σάββατο 5 Σεπτεμβρίου 2009

Του Έρωτα Αναλφάβητοι


Η Ιστορία είναι αληθινή. Τα ονόματα φανταστκά για την προστασία των προσωπικών δεδομένων των ηρώων της.
Θέλει κουράγιο , να φτάσει μέχρι το τέλος ο αναγνώστης ,να πάρει μια βαθιά ανάσα για ν' αρχίσει να συλλογάται..

Στα δεκαεπτά του ο Ορέστης απ' την Κρήτη, μπήκε στο πλοίο της γραμμής και τα ξημερώματα έφτασε Πειραιά. Στο χωριό του στα Χανιά, άφησε την μάνα του και τα δύο αδέλφια του αποκαταστημένα. Εκείνος ήλθε στην Αθήνα να κάνει την τύχη του. Τράβηξε για τα Πατήσια, όπου έμενε η μεγάλη του αδελφή Μαρίκα παντρεμένη μ' έναν πατριώτη τους. Ζήτησε κατάλυμα και το βρήκε.

Σύντομα έπιασε δουλειά σ' ένα εργαστήριο αρτοποιίας .Δουλευταράς και φιλόδοξος δεν άργησε να μάθει την δουλειά. Σε πέντε χρόνια άνοιξε δικό του μαγαζί. Η επαγγελματική του εξέλιξη ήταν ραγδαία στα επόμενα 10 χρόνια. Εργαστήριο Ζαχαροπλαστικης έχτισε σε οικόπεδο ιδιόκτητο, στην Άνω Γλυφάδα. Το αγόρασε με τις οικονομίες από την σκληρή δουλειά του.

Η προσωπική του ζωή ,σελίδα άγραφη,. Κάτι σημειώσεις από σχέσεις εφήμερες περαστικές ανυπόγραφες. Κατά τα άλλα μαγγανοπήγαδο . Μέρα νύχτα δουλειά ( στο εργαστήρι κοιμόταν) είχε και τρεις Αλβανούς στην δούλεψή του.

Την ΄Άννα την γνώρισε Μεγάλο Σάββατο στην Ανάσταση. Είχε κατέβει στο χωριό του για τα βαφτίσια της μικρής ανιψιάς του. Στην βάφτιση και στη συνέχεια στο γλέντι δεν πήρε τα μάτια του από πάνω της . Η ΄Άννα ήταν κοντούλα μικροκαμωμένη ,μαζεμένη ,κλειστή, απόμακρη, σχεδόν απούσα. Μόνο σ' ένα πεντοζάλι συμμετείχε. Είχε όμως κάτι μάτια, μα κάτι πελώρια μαύρα μάτια σωστοί μαγνήτες. Εκείνο το βράδυ στο γλέντι ,του έριξε αρκετές κλεφτές ματιές κι ο Ορέστης λαγοκοιμήθηκε μαζί τους την υπόλοιπη νύχτα.
Το πρωί μίλησε στην αδελφή του.
---- Ποια είναι αυτή η μικρή που...»
--Καλέ το Αννιώ του Γιώργη του καντηλανάφτη είναι δεν το θυμάσαι?

Όχι δεν το θυμόταν ,το είχε αφήσει μικρό ,τώρα μεγάλωσε και το θέλει.

« Έλα στα συγκαλά σου. Φρόνιμο κορίτσι είναι δε λέω και δεν πειράζει που είναι πάμπτωχο. Αλλά είναι μόνο δεκάξι χρονών και συ τριάντα δύο, το σκέφτηκες καλά ?

Ο Ορέστης το σκέφτηκε και το αποφάσισε και την ζήτησε απευθείας από τον πατέρα της ο ίδιος. Η Άννα, λες και να το είχε εκείνη σχεδιάσει είπε αμέσως ΝΑΙ .
Ωραίο παλικάρι ήταν ο Ορέστης, είχε τον τρόπο του. Δική του δουλειά, και λιμουζίνα. Ο ίδιος την ζήτησε ,που σημαίνει παίζει κι έρωτας, και το σπουδαιότερα θα πάει να μείνει μαζί του στην Αθήνα. Εκεί την οδηγούσαν πάντα τα όνειρά της. Τι άλλο ήθελε? Δεν περίμενε κανέναν καλλίτερο πρίγκιπα!!
Παντρεμένοι πια ,η Άννα και ο Ορέστη ,εγκαταστάθηκαν στην Άνω Γλυφάδα ,πάνω από το Εργαστήριο της Ζαχαροπλαστικής ,όπου ο Ορέστης είχε σηκώσει τον πρώτο όροφο (οι υπόλοιποι τρεις, σιγά-σιγά .)

Σε εννιά μήνες σπάσανε τα νερά της Άννας.
Κανείς δεν ξέρει λεπτομέρειες για την αιτία του δράματος που ακολούθησε. Η μεγάλη του η αδελφή η Μαρίκα κυκλοφόρησε την είδηση ότι η Άννα ντρεπόταν , δεν άνοιγε τα πόδια της στην γέννα ,και το παιδί-αγόρι- πιέστηκε στο κεφάλι ,και γεννήθηκε με βαριά αναπηρία.( να μην τους κολλήσουν και την ρετσινιά καμιάς κληρονομικότητας . Μεγαλώνουν κ' άλλα παιδιά στο σόϊ .)

Η πόρτα του σπιτιού τους, μπουκαπόρτα βαριά , έπεσε και φυλάκισε την ζωή τους.

Μέσα από την φυλακή της η παλιά απούσα Άννα έδινε κάθε μέρα ένα ηχηρό παρών στην ζωή .
Στα τριάντα δύο της χρόνια, μεγαλώνει τέσσερα παιδιά, το ένα μετά το άλλο και υπηρετεί έναν άντρα που έρχεται σπίτι μόνο για να κοιμηθεί.
( Πως τα έκανα τα παιδιά και γώ δεν ξέρω λέει καμιά φορά, σαρκάζοντας την ζωή της.)

Ένα βράδυ ,μόλις πλάγιασαν μονολόγησε η Άννα.
« Δεν αντέχω άλλο. Το Μανωλιό μας έγινε άντρας ,με ξεπέρασε, δεν μπορώ να τον σηκώνω, κουράστηκα. Καμιά ώρα θα πέσω και θα γίνω κομμάτια. Η Μαρίκα μου είπε ,ότι υπάρχει ένα ίδρυμα στην Αθήνα που τα παίρνουν, τα περιποιούνται μέχρι το τέλος. Ό Ορέστης τινάχτηκε όρθιος και την κατακεραύνωσε στην γλώσσα τους.

« Διάολε τσ'απολιμάρες σου, Ίντα λές? Το πρώτο μου παιδί, το Μανωλιό μου, στο ίδρυμα? Εδώ γυναίκες για να ζήσουν τα παιδιά τους ξενιτεύονται και ξεσκατίζουν αρρώστους γέρους και συ το δικό σου ανάπηρο δεν μπορείς να χουλαντρίσεις μέσα στο σπίτι σου? Κουζουλάθηκες μωρέ ?
( Ούτε λόγος για βοήθεια στο σπίτι ήταν πολύ σφικτός ο Ορέστης)

Χαλαζόπετρες στην καρδιά της Άννας τα λόγια του άντρα της. Πάγοι που δεν λιώνουν και καταψύχουν την ψυχή της.
Λες κι η ώρα ήταν ανοιχτή. Πριν περάσει μια εβδομάδα, μ΄ ένα καλάθι ρούχα αγκαλιά η Άννα μέτρησε από την ταράτσα έναν όροφο σκαλιά και πλατειάστηκε στο πλατύσκαλο στην πόρτα της μπροστά.
Ούρλιαζε από τους πόνους δεν μπόραγε να σηκωθεί. Ούρλιαζε και το Μανωλιό μέσα στο διαμέρισμα.( αυτή ήταν η μιλιά του) Άνθρωπο γύρευαν κι οι δυο.
Δεν υπήρχε κανείς.!

Όταν ανέβηκε το μεσημέρι ο Ορέστης, βρήκε την Άννα ημιλιπόθυμη στο μάρμαρο και το Μανωλιό πεσμένο μπρούμυτα στο πάτωμα, ανάμεσα στα περιττώματά του. Φρίκη!!
Πολλαπλά κατάγματα στην λεκάνη ,δύο ενχειρήσεις μέσα σε ένα χρόνο η Άννα, καθηλωμένη στο κρεβάτι, ανήμπορη να αυτοεξυπηρετηθεί και να υπηρετήσει. Δεν πήγαινε άλλο. Το Μανωλιό μπήκε στο Ίδρυμα και για το σπίτι και την οικογένεια ,ο Ορέστης βρήκε μια οικονομική Μολδαβή καμιά σαρανταπενταριά χρονών. Αλλά τι να πρωτοκάνει κι αυτή? Συχνά-πυκνά ερχόταν και η κόρη της η Νατάσσα να βοηθήσει. Μια δίμετρη ,γαλανομάτα καλλονή 22 Μαΐων , να την πιεις στο ποτήρι.
Οι Μολδαβίνες πήραν την κατάσταση στα χέρια τους μέσα στο σπίτι .

Η Νατάσσα βοήθαγε και στο εργαστήριο και όχι μόνο. Το χαμόγελο μπήκε δειλά-δειλά στην ζωή τους. Γέλια ,αστεία. παιχνίδια η Νατάσσα με τα παιδιά, χαμόγελα και φλύαρες σιωπές με τον Ορέστη....

Η Άννα τα έβλεπε, τα ένοιωθε όλα αυτά αλλά μιλιά δεν έβγαζε , βυθισμένη σε καραμπινάτη κατάθλιψη .
Ο Ορέστης αποφάσισε να πάει στο ίδρυμα να δει τον Μανωλιό. Από τότε που το παιδί μπήκε μέσα ,από το τηλέφωνο μάθαινε ότι ζει. Δεν άντεχε να το δει ,( ποιος ξέρει πώς?) φοβότανε τον εαυτό του. Εκείνο το πρωί της Κυριακής, τον ξεπέρασε-έτσι τουλάχιστον νόμιζε- και πήγε.


Μια ηλιόλουστη αλκυονίδα μέρα του Γενάρη. Στάθηκε έξω από την καγκελόπορτα του ιδρύματος. Μπροστά μια μικρή αυλή με δέντρα λιγοστά και λουλούδια γύρω-γύρω στα παρτέρια. Κάποιοι ασθενείς ήταν εκεί καθηλωμένοι στα καρότσια τους. 2-3 κοπέλες με λευκή ποδιά περιφέρονταν. Περιέφερε την ματιά του πέρα δώθε και κείνη έπεσε πάνω σε ένα καρότσι αναπηρικό ,που κρατούσε σφικτά στην αγκαλιά του , ένα σώμα δεμένο με ιμάντες . Ήταν το Μανωλιό..
Μια δυνατή κραυγή βγήκε από τα σπλάχνα του Ορέστη .Παιδί μου!!! . Ο Μανωλιός σαν από ένστικτο γύρισε το κεφαλάκι του( ήταν το μόνο μέρος του σώματός του που όριζε) προς τα κει που ερχόταν η κραυγή. Το ουρλιαχτό του έσχισε την απανεμιά. Τα λουλουδάκια και τα φυλλώματα των δέντρων ελαφρά κουνήθηκαν σαν να τα χάιδεψε ένα αγέρι.

Δεν άντεξε ο Ορέστης ,λιπόθυμο τον πήρε το 166. Λιποθυμικό επεισόδιο γράψανε οι γιατροί στο βιβλίο τους.
Στο ίδρυμα δεν ξαναπήγε. Η Άννα πήγαινε πότε πότε με πατερίτσες να δει το παιδί της.
Ένα Σάββατο πρωί ,κτύπησε νωρίς το τηλέφωνο στο εργαστήριο της «Ζαχαροπλαστικής . Δεν ήταν πελάτης. ΄Ηταν ο Δ/ΝΤΗΣ του ιδρύματος.
«Ο Μανώλης πέθανε. Τον βρήκαν στο κρεβάτι του νεκρό το ξημέρωμα» .
Το πιστοποιητικό έγραφε ,,πνιγμός από αναρρόφηση κατά τον ύπνο. ΄Ήταν 18 χρονών.

Με τον Ορέστη σπάνια συναντιόμαστε. Τα νέα του τα μάθαινα από στενά συγγενικά του πρόσωπα που τότε ζούσαν στο περιβάλλον μου. ΄Ήμουν σίγουρη ότι και κείνος μάθαινε τα δικά μου, από το ίδιο κανάλι πληροφόρησης. Υπήρχε μια αμοιβαία εκτίμηση έως συμπάθεια μεταξύ μας πολύ πριν ακόμη βρεθούμε στο μετερίζι απ' όπου ο καθένας έδινε τον δικό του αγώνα.
Ένα κατακαλόκαιρο Κυριακάτικο πρωί ,πήγα με τα κορίτσια μου για μπάνιο στην πλάζ της Βούλας. Εκεί συνάντησα τον Ορέστη, ηλιοκαμένο, μια χαρά μέσα στο μαγιό του ,ούτε που του φαινότανε ότι είχε περάσει τα πενήντα. Με είδε πρώτος. Με φώναξε με ολοφάνερη χαρά με το όνομά μου.
---- Τι κάνεις, τι κάνουν οι κούκλες σου?»
----Καλά είναι, εδώ τις έχω ,να εκεί κολυμπούν» Εσύ πώς πάς?
---Μια χαρά είμαι( φαινότανε) ξέρεις ξαναπαντρεύτηκα. Να σου συστήσω την γυναίκα μου.
----Νατάσσα έλα δω, μην ντρέπεσαι μια παλιά καλή μου φίλη είναι η κυρία. Της έδωσα το χέρι με ανυπόκριτο χαμόγελο.
Δεν αιφνιδιάστηκα με τα νέα του. Τα είχα μάθει με όλες τις λεπτομέρειες, αλατοπιπερωμένες.
Ο Έρωτας τον έβαλε στο σημάδι, και η Νατάσσα, νεώτερή του κατά 27 χρόνια, τον πήρε από το χέρι και τον οδήγησε σε πελάγη ευτυχίας, μακριά από την γωνιά της γης που είχε γράψει και θάψει την δική του αληθινή ιστορία.